Αν δεχτούμε ότι ο κόσμος της μυθοπλασίας τοποθετείται στις διαστάσεις του πραγματικού, τότε η τέταρτη διάστασή του, ο χρόνος, είναι σίγουρα η πιο σημαντική. Στην αφήγηση η παρουσία του είναι αδιαπραγμάτευτη παρότι ο αφηγητής δεν το αντιλαμβάνεται συνήθως. Χωρίς το πέρασμά του η ζωή θα ακινητούσε, τίποτε δεν θα συνέβαινε και κατ’ επέκταση δεν θα είχαμε τίποτε να διηγηθούμε. Ίσως λοιπόν η ίδια η αφήγηση δεν είναι παρά μια από τις πολλές μεταμορφώσεις του χρόνου όπερ σημαίνει ότι στη λογοτεχνία ο χρόνος είναι πάντοτε ο σκιώδης πρωταγωνιστής.
Ο Μαρσέλ Προυστ, με το γνωστό πολύτομο αριστούργημά του οικοδόμησε τον καθεδρικό του χρόνου, περιγράφοντάς τον όχι μόνο ως διάσταση της ύπαρξής μας αλλά και ως υποκειμενική αίσθηση. Στο «αναζητώντας τον Χαμένο χρόνο» ο γάλλος συγγραφέας χαρτογραφεί την επικράτεια των περασμένων καταδεικνύοντας ότι ο χρόνος είναι στην ουσία μνήμη. Δεν έχει νόημα να επικαλεστούμε κάποια ανάμνηση έξω από το χρόνο, γιατί δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι στην ουσία «θυμούνται» το χρόνο κι ίσως ο χρόνος δεν είναι παρά μια παρενέργεια της μνήμης. Την ίδια στιγμή ωστόσο ο Προυστ αμφιβάλλει σοβαρά αν και κατά πόσο η συμβατική μνήμη των ανθρώπων μπορεί να αποταμιεύσει το θαύμα της ζωής στα στενά όρια της λογικής. Οι πολυπληθείς χαρακτήρες του έργου παρελαύνουν ως δεσμώτες της μνήμης του αφηγητή που μοιάζει να ανακαλύπτει μέσα απ’ τις αναμνήσεις του μια δεύτερη ζωή. Το περίφημο επεισόδιο με τη μαντλέν και το φλιτζάνι με το τσάι, που πυροδοτεί μια σειρά αναμνήσεων, σηματοδοτεί την συναισθηματική σχέση του ανθρώπου με το χρόνο.
«Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλεν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (την μέρα εκείνη δεν έβγαινε πριν απ’ την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της…»
Την σημασία της συναισθηματικής μνήμης δεν φαίνεται να συμμερίζεται ένας άλλος γάλλος συγγραφέας, ο Αλμπέρ Καμύ. Στο πρώτο του μυθιστόρημα ο «Ξένος» εγκαινιάζει τη λογοτεχνική του δόξα με τρεις απλές φράσεις: «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χτες δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα απ’ το άσυλο». Πρωταγωνιστής κι εδώ ο χρόνος που ορίζεται με το σήμερα ή το χτες. Η αφήγηση καταστρώνεται με την αυστηρή λογική του τηλέγραφου και οι αναμνήσεις του αφηγητή βαραίνουν στην τελική του καταδίκη που θα τον οδηγήσει στη λαιμητόμο. Η επίκληση του χρόνου δεν γίνεται με νοσταλγική διάθεση. Κάθε μέρα που περνά επιβεβαιώνει απλώς το παράλογο αυτού του κόσμου μέσα σε ατμόσφαιρα καφκικής αγωνίας.
Σε κείμενα εκλαϊκευμένης αστρονομίας μαθαίνει κανείς πως αυτό που ζούμε εμείς σήμερα θα είναι ορατό μ’ ένα ισχυρό τηλεσκόπιο από κάποιο μακρινό σημείο του σύμπαντος ύστερα από πολλά-πολλά χρόνια, αφού η εικόνα μας ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός και θα φτάσει εκεί σε άλλη χρονική στιγμή. Κατά τον ίδιο τρόπο ό,τι βλέπουμε ατενίζοντας τον βραδινό ουρανό δεν είναι παρά ένα μακρινό παρελθόν. Πολλά από τα αστέρια που κοσμούν το στερέωμα έχουν ίσως σβήσει από καιρό.
Η σχετικότητα του χρόνου βρίσκει απόλυτη εφαρμογή και στη λογοτεχνία. Άλλωστε ο λογοτεχνικός χρόνος ποτέ δεν ταυτίζεται με τον πραγματικό. Από την εποχή του Ομήρου εγκαινιάστηκαν οι βασικές αφηγηματικές τεχνικές που ακολουθούμε μέχρι σήμερα. Η επιτάχυνση είναι μία από αυτές με την οποία συμπυκνώνουμε μεγάλα διαστήματα κι ό,τι συμβαίνει μέσα σ’ αυτά. Μια άλλη μορφή επιτάχυνσης είναι τα αφηγηματικά κενά, όπου όχι απλώς συμπυκνώνουμε αλλά παραλείπουμε χρονικές περιόδους λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Στην επιβράδυνση αντίθετα ακόμα και μια στιγμή μεγεθύνεται σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης διήγησης. Τέλος η λογοτεχνική σύμβαση της ανατροπής δεν θα υπήρχε χωρίς το χρόνο αφού το πέρασμά του είναι εκείνο που επαληθεύει, διαψεύδει ή ανατρέπει καταστάσεις, και μαζί τα όνειρα τους φόβους και τις προσδοκίες των ανθρώπων.
Είναι προφανές ότι η λογοτεχνική εξίσωση του χρόνου παραμένει άλυτη αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τον άγνωστο χ που είναι η ψυχή του ανθρώπου. Εκεί φαίνεται ότι εγκαταβιώνει ο χρόνος και για τον υπολογισμό του απαιτείται η περίπλοκη αριθμητική των συναισθημάτων.
Ο Μαρσέλ Προυστ, με το γνωστό πολύτομο αριστούργημά του οικοδόμησε τον καθεδρικό του χρόνου, περιγράφοντάς τον όχι μόνο ως διάσταση της ύπαρξής μας αλλά και ως υποκειμενική αίσθηση. Στο «αναζητώντας τον Χαμένο χρόνο» ο γάλλος συγγραφέας χαρτογραφεί την επικράτεια των περασμένων καταδεικνύοντας ότι ο χρόνος είναι στην ουσία μνήμη. Δεν έχει νόημα να επικαλεστούμε κάποια ανάμνηση έξω από το χρόνο, γιατί δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι στην ουσία «θυμούνται» το χρόνο κι ίσως ο χρόνος δεν είναι παρά μια παρενέργεια της μνήμης. Την ίδια στιγμή ωστόσο ο Προυστ αμφιβάλλει σοβαρά αν και κατά πόσο η συμβατική μνήμη των ανθρώπων μπορεί να αποταμιεύσει το θαύμα της ζωής στα στενά όρια της λογικής. Οι πολυπληθείς χαρακτήρες του έργου παρελαύνουν ως δεσμώτες της μνήμης του αφηγητή που μοιάζει να ανακαλύπτει μέσα απ’ τις αναμνήσεις του μια δεύτερη ζωή. Το περίφημο επεισόδιο με τη μαντλέν και το φλιτζάνι με το τσάι, που πυροδοτεί μια σειρά αναμνήσεων, σηματοδοτεί την συναισθηματική σχέση του ανθρώπου με το χρόνο.
«Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλεν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (την μέρα εκείνη δεν έβγαινε πριν απ’ την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της…»
Την σημασία της συναισθηματικής μνήμης δεν φαίνεται να συμμερίζεται ένας άλλος γάλλος συγγραφέας, ο Αλμπέρ Καμύ. Στο πρώτο του μυθιστόρημα ο «Ξένος» εγκαινιάζει τη λογοτεχνική του δόξα με τρεις απλές φράσεις: «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χτες δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα απ’ το άσυλο». Πρωταγωνιστής κι εδώ ο χρόνος που ορίζεται με το σήμερα ή το χτες. Η αφήγηση καταστρώνεται με την αυστηρή λογική του τηλέγραφου και οι αναμνήσεις του αφηγητή βαραίνουν στην τελική του καταδίκη που θα τον οδηγήσει στη λαιμητόμο. Η επίκληση του χρόνου δεν γίνεται με νοσταλγική διάθεση. Κάθε μέρα που περνά επιβεβαιώνει απλώς το παράλογο αυτού του κόσμου μέσα σε ατμόσφαιρα καφκικής αγωνίας.
Σε κείμενα εκλαϊκευμένης αστρονομίας μαθαίνει κανείς πως αυτό που ζούμε εμείς σήμερα θα είναι ορατό μ’ ένα ισχυρό τηλεσκόπιο από κάποιο μακρινό σημείο του σύμπαντος ύστερα από πολλά-πολλά χρόνια, αφού η εικόνα μας ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός και θα φτάσει εκεί σε άλλη χρονική στιγμή. Κατά τον ίδιο τρόπο ό,τι βλέπουμε ατενίζοντας τον βραδινό ουρανό δεν είναι παρά ένα μακρινό παρελθόν. Πολλά από τα αστέρια που κοσμούν το στερέωμα έχουν ίσως σβήσει από καιρό.
Η σχετικότητα του χρόνου βρίσκει απόλυτη εφαρμογή και στη λογοτεχνία. Άλλωστε ο λογοτεχνικός χρόνος ποτέ δεν ταυτίζεται με τον πραγματικό. Από την εποχή του Ομήρου εγκαινιάστηκαν οι βασικές αφηγηματικές τεχνικές που ακολουθούμε μέχρι σήμερα. Η επιτάχυνση είναι μία από αυτές με την οποία συμπυκνώνουμε μεγάλα διαστήματα κι ό,τι συμβαίνει μέσα σ’ αυτά. Μια άλλη μορφή επιτάχυνσης είναι τα αφηγηματικά κενά, όπου όχι απλώς συμπυκνώνουμε αλλά παραλείπουμε χρονικές περιόδους λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Στην επιβράδυνση αντίθετα ακόμα και μια στιγμή μεγεθύνεται σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης διήγησης. Τέλος η λογοτεχνική σύμβαση της ανατροπής δεν θα υπήρχε χωρίς το χρόνο αφού το πέρασμά του είναι εκείνο που επαληθεύει, διαψεύδει ή ανατρέπει καταστάσεις, και μαζί τα όνειρα τους φόβους και τις προσδοκίες των ανθρώπων.
Είναι προφανές ότι η λογοτεχνική εξίσωση του χρόνου παραμένει άλυτη αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τον άγνωστο χ που είναι η ψυχή του ανθρώπου. Εκεί φαίνεται ότι εγκαταβιώνει ο χρόνος και για τον υπολογισμό του απαιτείται η περίπλοκη αριθμητική των συναισθημάτων.
του Δημήτρη Στεφανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου