Εκτείνοντας την πραγματικότητα όπως τεντώνει κανείς ένα τόξο, ο Ντοστογιέφσκι πειραματίστηκε σε όλη τη λογοτεχνική διαδρομή του με τα όρια της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Τον κατηγόρησαν ότι, παρά την αριστουργηματική αναπαράσταση ακραίων καταστάσεων, δεν τα κατάφερε εξίσου καλά με τις ομαλές εκφάνσεις του βίου. Είναι όμως αυτό αρμοδιότητα της μεγάλης λογοτεχνίας; Αποστολή της είναι να διδάσκει και να καθοδηγεί ή να δημιουργεί και να εμπνέει ανήσυχους αναγνώστες, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να υπερασπίζονται περαιτέρω τις δικές τους σκέψεις;
Κάθε φορά που ο Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ αναφερόταν στον Ντοστογιέφσκι, επέμενε πως ο συγγραφέας των Αδελφών Καραμάζωφ δεν ήταν παρά μια μετριότητα που παρήγαγε χέρσα τοπία λογοτεχνικής κοινοτοπίας χωρίς τη σφραγίδα της διαχρονικότητας και της προσωπικής μεγαλοφυΐας. Σε ανάλογο ύφος, ο νομπελίστας Τζ. Μ. Κούτσι απαξιώνει με πιο εύσχημο τρόπο τη σημασία του ντοστογιεφσκικού έργου, όταν ισχυρίζεται ότι η Ρωσία ανέδειξε ασφαλώς τεράστια λογοτεχνικά μεγέθη, αλλά ως καλλιτέχνες οι Ρώσοι δεν έχουν τίποτε να μας διδάξουν.
Το ότι δύο από τους σύγχρονους μαιτρ της γραφής αποκαθηλώνουν τον γίγαντα της ρωσικής λογοτεχνίας δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει. Ο Ναμπόκωφ, όπως και ο Κούτσι, θεωρούνται κατ' εξοχήν στυλίστες, πραγματικοί αριστοτέχνες του λόγου, εκφραστές της μοντέρνας μυθιστορηματικής τάσης η οποία επιτάσσει τη λέξη προς λέξη γραφή και ανάγνωση του μυθιστορήματος. Η τάση αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους κανόνες γραφής και ανάγνωσης του κλασικού μυθιστορήματος. Ορθά αναρωτιέται ο Ρολάν Μπαρτ στην Απόλαυση του κειμένου: «Διάβασε κανείς ποτέ λέξη προς λέξη τον Προυστ, τον Μπαλζάκ ή το Πόλεμος και Ειρήνη;» Προτείνει μάλιστα: «Διαβάστε αργά, διαβάστε ολόκληρο ένα μυθιστόρημα του Ζολά – το βιβλίο θα σας πέσει από τα χέρια· διαβάστε στα γρήγορα, κομματιαστά, ένα μοντέρνο κείμενο – το κείμενο γίνεται σκοτεινό, κλειστό στην απόλαυσή σας...»
Η ειδοποιός αυτή διαφορά μετέβαλε τα δεδομένα στη σύγχρονη λογοτεχνία. Οι μυθιστοριογράφοι σήμερα έχουν ξεχάσει σχεδόν πώς κτίζεται ο μεγάλος κόσμος των κλασικών μυθιστορημάτων και δεν επικεντρώνονται τόσο στους αρμούς της ιστορίας όσο στα παιγνιδίσματα της γλώσσας. Παρ' όλες τις κατακτήσεις τους σε πειραματικό επίπεδο, ακόμα και οι άριστοι του είδους έχουν απολέσει βασικές αρετές του μυθιστοριογράφου, περιορίζοντας σημαντικά τις ιδεολογικές αναζητήσεις τους. Έτσι σήμερα δεν υπάρχουν πια τα μυθιστορήματα-βιβλιοθήκες, ένα εκ των οποίων αρκούσε κάποτε για να έχει κανείς μια συνολική θεώρηση του κόσμου. Αυτός είναι ένας λόγος για την κριτική στάση απέναντι σε συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, την οποία ενισχύει το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι κλασικοί υπήρξαν στην εποχή τους όχι μόνο λογοτεχνικό αλλά και εκδοτικό φαινόμενο. Η αναφορά τους στην πλατιά μάζα, κάτι σχεδόν αδιανόητο για τους επιφανείς συγγραφείς του καιρού μας, προκαλεί αναμφιβόλως ανάμεικτα αισθήματα φθόνου και απαξίωσης. Οι λογοτεχνικές προσωπικότητες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν στοχεύουν πια στο ευρύ κοινό αλλά στον ιδεατό αναγνώστη – ή, αλλιώς, στον σκληρό πυρήνα που υποδέχεται το έργο τους. Στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν ένα κόσμο δυσνόητο και πολύπλοκο, υιοθετούν μια απόκρυφη, σχεδόν συνωμοτική γλώσσα και αφήγηση, αποθαρρύνοντας τον μέσο αναγνώστη. Δεν συνέβαινε όμως έτσι στην εποχή του Ντοστογιέφσκι. Ακόμα και η ελίτ της λογοτεχνίας στόχευε χωρίς καμία αιδώ στο ευρύ κοινό και καθιερωνόταν μέσα από αυτό.
ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ, ΜΑΝΙΩΔΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Έτσι κι αλλιώς η περίπτωση Ντοστογιέφσκι είναι εξαιρετικά πολύπλοκη για να την προσεγγίσει κανείς μονοσήμαντα και αφοριστικά. Ο τρόπος που έδρασε λογοτεχνικά, ακόμα και την εποχή της ακμής του, προσιδιάζει μάλλον σε συγγραφέα λαϊκών αναγνωσμάτων, όμως μόνο κατά τα φαινόμενα. Γιατί μπορεί να δημοσίευσε ένα μεγάλο μέρος του έργου του μέσα από την άχαρη διαδικασία της επιφυλλίδας, αλλά η κοινοτοπία του πράγματος περιορίζεται μόνο σε αυτό, καθ' ότι το περιεχόμενο και η μορφή των γραπτών του κάθε άλλο παρά κοινοτοπίες θεωρούνται. Υπάρχουν πάντα κάποιες παρανοήσεις που συνοδεύουν τους πιο ταλαντούχους δημιουργούς.
Ο Ντοστογιέφσκι δεν ήταν ένα ανεπεξέργαστο διαμάντι, ούτε του υπαγόρευε ψιθυριστά ο Θεός στο αυτί τα μεγάλα έργα. Τα μείζονα μυθιστορήματά του αποτελούν ασφαλώς απαράμιλλα επιτεύγματα, σηματοδοτούν όμως ταυτόχρονα το τελικό στάδιο μιας μακράς, επίπονης και απόλυτα συνεπούς ανέλιξης. Μια ενδελεχής εξέταση της ζωής του αποδεικνύει πως, αν μη τι άλλο, υπήρξε εξαρχής μανιώδης αναγνώστης με σαφή λογοτεχνικό προσανατολισμό. Στις πρώιμες αναγνώσεις του συγκαταλέγονται έργα του Μπαλζάκ, του Ουγκώ, του Σίλλερ, του Γουώλτερ Σκοτ, του Ντίκενς και της Γεωργίας Σάνδη. Σπάνια αναφέρεται ότι στη λογοτεχνία πήρε το βάπτισμα με τη μετάφραση στα ρωσικά της Ευγενίας Γκραντέ του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Η μεταφραστική διαδικασία θεωρείται το καλύτερο σχολείο για έναν συγγραφέα, πόσω μάλλον για ένα εξαιρετικά γόνιμο ταλέντο όπως ο Ντοστογιέφσκι. Γαλουχημένος από την απεραντοσύνη των γαλλικών μυθιστορημάτων, από την αμείλικτη παρατηρητικότητα του Γκόγκολ αλλά και από το κριτικό μεγαλείο του Μπελίνσκι, ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντοστογιέφσκι εισέρχεται με το θράσος του ταλέντου σε μια λογοτεχνική σκηνή που αρδεύεται από την πλούσια παράδοση του Πούσκιν.
Όσοι εξακολουθούν να θεωρούν αυτό τον ρώσο γίγαντα προικισμένο «προχειρογράφο» θα πρέπει να θυμούνται ότι ήδη στο πρώτο του έργο, ένα σύντομο μυθιστόρημα με τίτλο Οι φτωχοί, χρειάστηκε να αλλάξει τρεις φορές το κείμενο. Ίσως λοιπόν έδινε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην επεξεργασία του γραπτού του από όσο του αποδίδεται. Η θερμή υποδοχή των Φτωχών χάρισε στον νεαρό συγγραφέα μια απρόσμενη δημοσιότητα. Τα φιλολογικά σαλόνια της Πετρούπολης του άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους. Στον θανάσιμο πειρασμό της πρόωρης επιτυχίας, ωστόσο, αντιστάθηκε με εκπληκτική ωριμότητα. Ο Σωσίας ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για το κοινό που ανέμενε με αγωνία μια συνέχεια ανάλογη του πρώτου μυθιστορήματος.
Πόσο σοβαρά λάμβανε υπ' όψη του ο Ντοστογιέφσκι τη λογοτεχνία το αντιλαμβάνεται κανείς από την ιδεολογική ακολουθία του έργου του. Στην πραγματικότητα, το ένα βιβλίο μοιάζει να γεννιέται μέσα από το άλλο. Η στρατηγική του στην ανάπτυξη ιδεών αλλά και λογοτεχνικών συλλήψεων είναι τόσο συνεπής και συγκεκριμένη, ώστε στο τέλος να δίνεται η εντύπωση ενός ενιαίου βιβλίου, όπου τα επί μέρους λογοτεχνήματα δεν είναι παρά μεμονωμένες σελίδες του.
Μικρά διηγήματα όπως «Ο κύριος Προχάρτσιν», «Αθάνατη καρδιά», «Ο έντιμος κλέφτης», «Πολσουνκώφ», νουβέλες όπως Η σπιτονοικοκυρά, Λευκές Νύχτες και το ημιτελές μυθιστόρημα Νέτσοβα Νεσβάνοβα ολοκληρώνουν τον πρώτο δημιουργικό κύκλο της ζωής του.
Η σύλληψη του Ντοστογιέφσκι με την κατηγορία της συμμετοχής του σε προδοτική συνωμοσία τον φέρνει ενώπιον ενός έκτακτου στρατοδικείου και ανοίγει έναν νέο κύκλο, που με τον τρόπο του θα μπορούσε να θεωρηθεί εξίσου δημιουργικός. Η φυλακή και η εξορία στη Σιβηρία είναι ένα δράμα που ξεκινά ως παρωδία, με την εικονική εκτέλεση των βασικών κατηγορουμένων κατ' εντολήν του Τσάρου. Τα τέσσερα χρόνια καταναγκαστική εργασία που του επιδίκασαν τα εξέτισε στη φυλακή του Ομσκ και, παρ' ότι η συγγραφική του φήμη έκανε γι' αυτόν πιο εύκολη τη σκληρή εκείνη δοκιμασία, για πολλούς ο παλιός Ντοστογιέφσκι είχε ήδη πεθάνει για να πάρει τη θέση του ο νέος και αναβαπτισμένος δημιουργός.
Έχουν ειπωθεί πολλά για την μαρτυρική αυτή περίοδο της ζωής του. Τα περισσότερα, ωστόσο, οι βιογράφοι του τα εικάζουν από τα δύο πρώτα σημαντικά έργα του μετά την εξορία, που έφεραν τους εμβληματικούς τίτλους, Ταπεινοί και καταφρονεμένοι και Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων – δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Χρόνος του αδελφού του Μιχαήλ.
ΧΩΡΙΣ ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ
Το σίγουρο είναι ότι, το διάστημα αυτό, ο άτυχος συγγραφέας συναγελάστηκε με πρόσωπα τα οποία δεν θα συναναστρεφόταν ποτέ υπό κανονικές συνθήκες: δολοφόνους, ληστές και άλλους εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, πρόσωπα με απίστευτη αντοχή στον πόνο, στις ταλαιπωρίες και στις στερήσεις, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν απωθήσει αν δεν είχαν κιόλας απολέσει κάθε έννοια συνείδησης. Στο μέλλον επρόκειτο να γράψει μυθιστορήματα που θα είχαν κυρίαρχο μοτίβο το έγκλημα αλλά και την τιμωρία που συνεπιφέρει – την ουσία και το νόημα της επιβολής ποινών. Ωστόσο αυτό δεν καλύπτει την συνολική προσφορά του.
Ο βαρύς ιδεολογικός άξονας του έργου του αποτέλεσε εξ αρχής πραγματική σπαζοκεφαλιά για τους ειδικούς. Κανείς δεν αμφιβάλλει πια ότι η διαχρονική ισχύς του οφείλεται σε ένα φιλοσοφικό σύμπαν που ανάλογό του είχαμε να δούμε από τον καιρό του Πλάτωνα. Ο Ντοστογιέφσκι καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα κεφαλαιώδη ερωτήματα του ανθρώπου. Ωστόσο οι περισσότεροι θεωρητικοί δυσπιστούν για τις καλές του προθέσεις, αρκετοί από αυτούς τον βάφτισαν «αντιδραστικό» και άλλοι «πράκτορα της χριστιανικής ορθοδοξίας».
Εκείνοι που προσεγγίζουν το έργο του με ανάλογες προκαταλήψεις βρίσκονται συχνά σε προφανή αδυναμία προκειμένου να εξηγήσουν για παράδειγμα πώς ένα βιβλίο, όπως οι Δαιμονισμένοι, το οποίο ξεκίνησε ως λίβελος εναντίον του σοσιαλισμού και του μηδενισμού, καταλήγει ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον όλων των ιδεολογιών. Ωστόσο η εξήγηση είναι απλή: ο ρώσος συγγραφέας μπορεί να διατυμπάνιζε με κάθε ευκαιρία τον πολιτικό συντηρητισμό και τη θρησκοληψία του, όταν όμως έμπαινε στην περιπέτεια της συγγραφής ενός μυθιστορήματος άφηνε κατά μέρος τις προθέσεις του. Γνώριζε καλά ότι δεν υπάρχουν σκοπιμότητες στη λογοτεχνία. Η υπαγωγή ενός έργου στις προθέσεις του συγγραφέα του, θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική τόσο για το δημιούργημα όσο και για τον δημιουργό.
Εν τέλει, ο Ντοστογιέφσκι πέτυχε λιγότερο χάρις στις συγγραφικές του προθέσεις και περισσότερο χάρις στο ταλέντο του. Μια επιπλέον «παρενέργεια» αυτής της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας είναι το ότι συχνά δίνει τις απαντήσεις χωρίς να θέτει τα ερωτήματα. Κι αυτό ίσως εξηγεί την αδυναμία της κριτικής να συλλάβει ενίοτε το ευρύτερο ιδεολογικό φάσμα του έργου του. Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας ακολουθεί τη φυσική διαδικασία, όπου κάποιος διαπιστώνει αρχικά το αποτέλεσμα και μετά αναζητά το αίτιο. Στην περίπτωση δε της λογοτεχνίας, δεν χρειάζεται πάντοτε να υποδεικνύουμε την αιτία, ειδικά όταν αυτή ευκόλως εννοείται.
Εξ ίσου άδικο είναι να μεταφέρουμε τον πολιτικό συντηρητισμό του συγγραφέα στις λογοτεχνικές του αναζητήσεις. Ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε καινοτόμος και ανανεωτής του μυθιστορήματος. Και αν αυτό δεν του αναγνωρίζεται ευρέως, συμβαίνει αφ' ενός γιατί τους νεωτερισμούς τους απορρόφησε σε μεγάλο βαθμό το φιλοσοφικό του μεγαλείο και αφ' ετέρου γιατί, όπως όλοι οι πραγματικά μεγάλοι τεχνίτες, δεν επέτρεψε ποτέ στην τεχνική να υπερκαλύψει την τέχνη του προκειμένου να εντυπωσιάσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τζόυς και η Βιρτζίνια Γουλφ εκφράζονται τόσο κολακευτικά γι' αυτόν, αναγνωρίζοντας ίσως σε ορισμένες πτυχές του έργου του τον άτυπο πατριάρχη του μοντερνισμού. Τα μυθιστορήματά του είναι ριζοσπαστικά και σε επίπεδο μορφής προώθησαν, όσο τίποτε άλλο, τις εξελίξεις στην παγκόσμια λογοτεχνία. Σε σχέση με τον Λέοντα Τολστόι, στον οποίο αναγνωρίζουμε την μοναδική αρτιότητα της Άννας Καρένινα και τον απαράμιλλο πολιτικό οραματισμό του Πόλεμος και Ειρήνη, ο Ντοστογιέφσκι έχει να αντιπαρατάξει έναν αέναο πειραματισμό που μας εκπλήσσει συνεχώς, κάποτε μάλιστα δυσάρεστα. Στη νοητή γραμμή που συνδέει τα μείζονα έργα του, μπορούμε να προβούμε σε κάποιες βασικές διαπιστώσεις.
Στο Έγκλημα και Τιμωρία, για παράδειγμα, ανατρέπει το συμβατικό σχήμα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος που θέλει τον πραγματικό δράστη να αποκαλύπτεται στο τέλος. Ο φονιάς αποκαλύπτεται εξ αρχής και το σκηνικό του φόνου περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια. Με τον τρόπο αυτό θα νόμιζε κανείς πως αναιρείται η αγωνία και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όμως ο συγγραφέας γνωρίζει καλύτερα από τον οποιονδήποτε την ανθρώπινη ψυχή και το αποδεικνύει με αυτή του την επιλογή. Μεταφέρει τη δράση στην ψυχή του «αιρετικού» Ρασκόλνικωφ, δραματοποιώντας αριστουργηματικά τις εσωτερικές του συγκρούσεις, μέρος των οποίων επιστρέφει στην πραγματικότητα. Η αγωνία του αναγνώστη επικεντρώνεται τώρα στο κατά πόσον θα καταφέρει ο πρωταγωνιστής να ισορροπήσει μέσα του. Η συνειδησιακή του παλινδρόμηση απειλεί να τον ξεσκεπάσει ανά πάσα στιγμή. Με τον τρόπο αυτό, ο Ντοστογιέφσκι μάς καθιστά συνένοχους και εφ' εξής παρακολουθούμε με κομμένη ανάσα την αντιπαράθεση του Ρασκόλνικωφ με τον δαιμόνιο ανακριτή του, τον Πορφίρι Πετρόβιτς. Αν ο πρώτος διατηρεί ακόμα κάποιους ηθικούς ενδοιασμούς, θα έρθει να τους αναιρέσει εκ βάθρων ο απόλυτος κυνισμός του Ζβιντιργκάιλωφ. Ωστόσο, όλα αυτά μπορεί τελικά να μην είναι παρά αντανακλάσεις της ψυχής του Ρασκόλνικωφ και η δράση του μυθιστορήματος να μην ξέφυγε ποτέ από τα στενά όρια της ψυχής του.
Στον Ηλίθιο ο Ντοστογιέφσκι ξεδιπλώνει φαρδιά πλατιά το λάβαρο της φιλοσοφίας, αλλά το κάνει ως μυθιστοριογράφος. Χωνεύει τον μεγαλύτερο όγκο των ιδεών του μέσα στους διαλόγους, τεχνική που παραπέμπει στον Πλάτωνα, και καταφέρνει να δώσει ανάλαφρο τόνο σε ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται τα βαριά χαρτιά της φιλοσοφίας. Αυτή τη φορά, παρωδεί το ερωτικό μυθιστόρημα ανατρέποντας τους κανόνες του. Για να διευκολύνει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, προτάσσει τον Πρίγκιπα Μίσκιν, μια φιγούρα συγκινητικά κωμική. Η τραγική αδυναμία του ήρωα και η αδεξιότητά του στις προσωπικές του σχέσεις προκαλεί ένα αίσθημα υπεροχής στον αναγνώστη. Καθ' όλη την αφήγηση έχουμε την εντύπωση πως διαβάζουμε ερωτικό μυθιστόρημα. Αναζητώντας όμως τον πρωταγωνιστή του, δεν μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον αφελή και αθώο νεαρό ο οποίος στις πιο δυνατές στιγμές του παραδίδει το πολύ πολύ μερικά μαθήματα ανθρωπιάς, αλλά δεν μοιάζει ικανός να εμπνεύσει το μοιραίο πάθος. Έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε κατά πόσον αυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να γοητεύσει καλλονές όπως η Ναστάσια Φιλίπποβνα ή η Αγλαΐα. Ο συγγραφέας έχει καταφέρει για μια ακόμα να ανατρέψει τους κανόνες παρωδώντας στη συγκεκριμένη περίπτωση το ερωτικό μυθιστόρημα.
Στους Δαιμονισμένους σειρά έχει το πολιτικό μυθιστόρημα. Ένας απρόσεκτος αναγνώστης θα ορκιζόταν ότι το βιβλίο αυτό στρέφεται κατά κύριο λόγο στις καταστρεπτικές συνέπειες των «μοντέρνων ιδεών». Εύκολα θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει χονδροειδή λίβελο αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που επιζητεί να προκαλέσει σύγχυση στο αναγνωστικό του κοινό. Ανάλογα με τον παραλήπτη τα μηνύματα διαφοροποιούνται. Η αρχική εντύπωση πως πρόκειται για στηλίτευση της αναρχίας και του μηδενισμού βασίζεται κυρίως στην εκ των υστέρων γνώση πως την αφορμή για τη συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος την έδωσε η γνωστή υπόθεση Νετσάγιεφ. Ο φανατισμένος αυτός ριζοσπάστης, αρχηγός μιας επαναστατικής φοιτητικής ομάδας δεν ανέχεται την αμφισβήτησή του από τον φοιτητή Ιβάνωφ και διατάσσει την δολοφονία του. Πώς τώρα ένα βιβλίο που καυτηριάζει τις ακρότητες εξεγερμένων ανθρώπων καταλήγει εξουθενωτική κριτική κάθε είδους ιδεολογίας, εξηγείται και πάλι από το ότι ο Ντοστογιέφσκι δεν θα έθετε επ' ουδενί σε κίνδυνο την τέχνη του για χάρη των προθέσεών του. Και είναι βέβαιο πως η τελική μορφή των Δαιμονισμένων υπερβαίνει κατά πολύ και τη δική του ιδεολογία. Η τήρηση ίσων αποστάσεων από ιδέες και πρόσωπα αποτελεί, αν μη τι άλλο, συγγραφική δεοντολογία που ένας μεγάλος συγγραφέας ξέρει να σέβεται.
Οι καινοτομίες του Ντοστογιέφσκι, ωστόσο, δεν περιορίζονται μονάχα σε ιδεολογικό επίπεδο. Ένα μυθιστόρημα που ξεκινά με την ιλαρότητα της κωμωδίας κλιμακώνεται δραματικά καταλήγοντας σε τραγωδία. Αυτή η εναλλαγή της ατμόσφαιρας δεν είναι τόσο εύκολη όσο ακούγεται. Υπάρχει πάντα κίνδυνος να ξεπέσει κανείς στο επίπεδο της αφηγηματικής αφέλειας. Όμως όλα βαίνουν κατ' ευχήν και, κυρίως, πλάθεται ένας από τους πιο γοητευτικούς χαρακτήρες της ρωσικής μυθοπλασίας, ο Σταβρόγκιν, αναβαθμισμένος συνδυασμός Ρασκόλνικωφ και Ζβιντιργκάιλωφ. Σατανική προσωπικότητα που χάρις στο δαιμονικό μεγαλείο της υπερβαίνει τους μικρούς και μεγάλους δαίμονες της συγκλονιστικής υπόθεσης. Ο εν λόγω ήρωας αντιπροσωπεύει μια εκλεπτυσμένη εκδοχή του Κακού και θα κυριαρχούσε απόλυτα στις προτιμήσεις των αναγνωστών, αν δεν υπήρχε απέναντί του η ασκητική μορφή του μοναχού Τίχωνα. Η γραπτή εξομολόγηση του πρώτου στον δεύτερο έμεινε αρχικά εκτός μυθιστορήματος. Ο λόγος ήταν ότι μέσα σε αυτήν περιγράφεται ένα ειδεχθές έγκλημα με θύμα κάποιο ανήλικο κορίτσι. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν ο Ντοστογιέφσκι αναγκάστηκε όντως με βαριά καρδιά να παραλείψει αυτό το κεφάλαιο. Η αμφίσημη γοητεία του Κακού θα πρέπει να είναι ακαταμάχητος πειρασμός για ένα συγγραφέα. Σε κάθε περίπτωση το κείμενο αποκαταστάθηκε στη συνέχεια. Η αρχική απάλειψη της ομολογίας του Σταβρόγκιν παραμένει το διασημότερο επεισόδιο λογοκρισίας στην παγκόσμια λογοτεχνία, ίσως όμως ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι το δέχθηκε με ανακούφιση.
ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΕΚΤΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Ακολουθεί το πρώτο μυθιστόρημα που γράφεται υπό κανονικές συνθήκες, καθώς τα οικονομικά του συγγραφέα είναι ως ένα βαθμό τακτοποιημένα. Στον Έφηβο προσπαθεί ακόμη μια φορά να ενώσει στη μορφή του Βερσίλωφ τους δύο πόλους της ανθρώπινης ύπαρξης. Εδώ το Καλό και το Κακό δεν διαμερισματοποιούνται όπως στην περίπτωση του Ρασκόλνικωφ. Η πρώτη φορά που συνδέθηκαν τα δύο άκρα είναι στον πρίγκιπα Μίσκιν, στον Ηλίθιο, χωρίς το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Το πείραμα του Εφήβου μάλλον πετυχαίνει, κι αυτό είναι μια δυσάρεστη έκπληξη για τον συγγραφέα ο οποίος έχει θέσει σκοπό της ζωής του να αποδείξει την αναγκαιότητα της θρησκείας. Όπως στην περίπτωση της Σόνιας Μαρμελάντοβα στο Έγκλημα και Τιμωρία, έτσι και στον Έφηβο η καλοσύνη φαίνεται να χειραφετείται όχι μόνο από τον χριστιανισμό αλλά και από τη θρησκεία γενικότερα. Ο Ντοστογιέφσκι, βέβαια, σε αντίθεση με τους συγγραφείς της εποχής μας, δεν αποθεώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά δέχεται a priori την πολυπλοκότητα των ανθρώπων και την αλήθεια της καθημερινής ζωής, όπου Καλό και Κακό αναμειγνύονται σε ποικίλες δόσεις.
Οι Αδελφοί Καραμάζωφ είναι το τελευταίο και ασφαλώς το σημαντικότερο μυθιστόρημά του σε μορφικό και ιδεολογικό επίπεδο. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού στην περιπέτεια της συγγραφής του εισήλθε πιο ώριμος αλλά και πιο ήρεμος από ποτέ. Τα οικονομικά προβλήματα που τον κατάτρυχαν έχουν τώρα ξεπεραστεί, όπως και τα αγεφύρωτα φιλοσοφικά διλήμματα των προηγούμενων χρόνων. Στο κορυφαίο εγχείρημά του παραμένει ανοιχτός σε κάθε είδους πειραματισμούς. Αρχίζει έτσι ένα βιβλίο που, παρά τον όγκο των σελίδων του, παραμένει συναρπαστικό από την αρχή ώς το τέλος – κι αυτό το καταφέρνει μεταθέτοντας συνεχώς το κέντρο βάρους από τον άξονα στην περιφέρεια της αφήγησης. Το βασικό αφηγηματικό μοτίβο επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα περισσότερο ως υπόκρουση σε άλλα γεγονότα, μέχρις ότου κυριαρχήσει στην εξέλιξη της ιστορίας. Όταν πια ο μεγάλος αδερφός Καραμάζωφ φθάνει να κατηγορηθεί για τον φόνο του πατέρα του, ο αναγνώστης αισθάνεται ότι πέφτει σε μυθιστορηματικό «κενό αέρος», δεν μπορεί όμως και να παραπονεθεί γι' αυτό στον συγγραφέα ο οποίος από την αρχή του βιβλίου δεν παρέλειπε να προειδοποιεί για κάποιο συγκλονιστικό γεγονός.
Γνωρίζοντας ασφαλώς πόσο σημαντική είναι η εικονοποιία σε ένα μυθιστόρημα, ο Ντοστογιέφσκι σκηνοθετεί σπαρταριστά επεισόδια που παραμένουν ανεξίτηλα στη μνήμη του αναγνώστη, όπως η γονυκλισία του Ζωσιμά ενώπιον του Ντιμίτρι ή ο πετροπόλεμος των παιδιών μπροστά στον Αλιόσα. Κατά τα άλλα, στο κύκνειο άσμα του ο ρώσος συγγραφέας προβαίνει σε ανακεφαλαίωση, τόσο ιδεολογική όσο και λογοτεχνική.
Δημιουργεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα (Έγκλημα και Τιμωρία), όπου κυριαρχεί ένα οικογενειακό δράμα (Έφηβος), γεμάτο από μικρούς και μεγάλους δαίμονες (Δαιμονισμένοι) και στο πρόσωπο του Αλιόσα Καραμάζωφ προβάλλει έναν αναβαπτισμένο πρίγκιπα Μίσκιν (Ηλίθιος).
Παρ' ότι γνωρίζει πως έχει στα χέρια του μια συναρπαστική ιστορία, δεν ζητά να εκμεταλλευθεί την αγωνία του αναγνώστη, ο οποίος πρωτοδιαβάζει τους Αδελφούς Καραμάζοφ (όπως και τους Δαιμονισμένους), σε συνέχειες, στο περιοδικό Ταχυδρόμος της Ρωσίας. Πολλές φορές επιβραδύνει την πλοκή, δίνοντας χώρο στους ήρωές του προκειμένου να μιλήσουν για τον εαυτό τους, για τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Κι αυτοί, άλλοτε επιλέγουν να εκφραστούν προφορικά, όπως στην περίπτωση του διαλόγου Αλιόσα και Ιβάν με τον εγκιβωτισμένο μύθο του Ιεροεξεταστή, άλλοτε διατυπώνουν τις σκέψεις τους γραπτώς, όπως ο μοναχός Ζωσιμάς. Αν όμως πρόκειται για γυναικείους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, αφήνουν να μιλήσουν οι πράξεις για λογαριασμό τους. Όλα αυτά ελάχιστα προωθούν την υπόθεση του μυθιστορήματος ή επηρεάζουν την συμπεριφορά των ηρώων. Προσθέτουν όμως πολύτιμες ψηφίδες φιλοσοφίας που αναβαθμίζουν τη σημασία του.
Αναζητώντας κανείς τον πρωταγωνιστή αυτού του βιβλίου, αδυνατεί να τον εντοπίσει με βεβαιότητα. Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι υποδεικνύει τον μικρότερο αδερφό, τον Αλιόσα, προαναγγέλλοντας μάλιστα ένα δεύτερο μυθιστόρημα, όπου ο ήρωάς του θα είναι πια σε ώριμη ηλικία. Ωστόσο, κύριο πρόσωπο από άποψη δράσης είναι ασφαλώς ο μεγαλύτερος, ο Μίτια, ενώ από άποψη ιδεών ο Ιβάν. Στην πραγματικότητα, δεν πρωταγωνιστεί ένας άνθρωπος αλλά μία οικογένεια. Οι Καραμάζωφ συνθέτουν έναν ετερόκλητο μικρόκοσμο στον οποίο εμπεριέχονται όλες οι αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο πατέρας Καραμάζωφ είναι η μυθιστορηματική επιτομή του «Κακού», ένας βδελυρός, ολοζώντανος χαρακτήρας, για τον οποίο ο δημιουργός του πρέπει να υπήρξε πολύ υπερήφανος. Μετά τη δολοφονία του, το καθήκον της συνέχισης του Κακού ανατίθεται στον εξώγαμο γιο του. Ο Σμερντιακώφ δολοφονεί τον βιολογικό του πατέρα πεπεισμένος πως εκτελεί εντολή του Ιβάν. Ο Μίτια επιθυμούσε κι αυτός με τη σειρά του τον θάνατο του Φιοντόρ Καραμάζωφ και ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει. Ο φόνος αυτός συνιστά επί της ουσίας συλλογικό έγκλημα, που θυμίζει έντονα την δολοφονία του Σάτοφ στους Δαιμονισμένους. Παρόμοια αντιστοιχία με τους Δαιμονισμένους υπάρχει και στην πλευρά του «Καλού»: ο Ζωσιμάς είναι η εξέλιξη του μοναχού Τίχωνα. Κι αυτή τη φορά, όμως, ο εκπρόσωπος του Καλού δεν έχει τη δύναμη να ανακόψει την εξέλιξη και να αποτρέψει το έγκλημα. Τουλάχιστον εδώ καταφέρνει να το προβλέψει. Εν τέλει το ζήτημα δεν φαίνεται να είναι η πατροκτονία αλλά το αν υπάρχει πνευματική συνενοχή στο έγκλημα. Κι όσο για τις κύριες γυναικείες μορφές –Γκρουσένκα και Κατερίνα Ιβάνοβνα–, δεν έχουν ίσως ιδεολογική συνεισφορά στο μυθιστόρημα, παίζουν ωστόσο μείζονα ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Μολονότι εντυπωσιακές και κατά κάποιον τρόπο μοιραίες, είναι σαφώς υποδεέστερες από ηρωίδες όπως η Ναστάσια Φιλίπποβνα στον Ηλίθιο.
Για το πρόσωπο του αφηγητή, ο συγγραφέας προκρίνει λύση παρόμοια με εκείνη των Δαιμονισμένων. Μόνο που, εδώ, ο ανώνυμος κάτοικος της «πόλης μας», δρώντας ως χρονικογράφος, δεν επιφορτίζεται απλώς με την έκθεση των γεγονότων, αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι ο ίδιος γράφει το μυθιστόρημα.
Εκτείνοντας την πραγματικότητα όπως τεντώνει κανείς ένα τόξο, ο Ντοστογιέφσκι πειραματίστηκε σε όλη τη λογοτεχνική διαδρομή του με τα όρια της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Τον κατηγόρησαν ότι, παρά την αριστουργηματική αναπαράσταση ακραίων καταστάσεων, δεν τα κατάφερε εξίσου καλά με τις ομαλές εκφάνσεις του βίου. Είναι όμως αυτό αρμοδιότητα της μεγάλης λογοτεχνίας; Αποστολή της είναι να διδάσκει και να καθοδηγεί ή να δημιουργεί και να εμπνέει ανήσυχους αναγνώστες, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να υπερασπίζονται περαιτέρω τις δικές τους σκέψεις;
ΕΝΑΣ ΕΠΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Πολλή συζήτηση έχει γίνει επίσης για τη γλώσσα του Ντοστογιέφσκι και για τις «μαύρες τρύπες» στα βιβλία του. Κι αυτός είναι ένας λόγος που στυλίστες σαν τον Ναμπόκωφ ζήτησαν επανειλημμένα την αποκαθήλωσή του. Είναι αλήθεια ότι στα κείμενά του εμφιλοχωρούν χωρία αφρόντιστα και ελαφρώς χοντροκομμένα, που τον εκθέτουν στα μάτια των κριτικών και των αναγνωστών. Στις περισσότερες περιπτώσεις ευθύνεται η πίεση του χρόνου και οι επαχθείς οικονομικές συμφωνίες με τους εκδότες, ή η εξ ίσου επαχθής επιφυλλιδογραφία. Όσοι λοιδορούν τον επιφυλλιδογράφο Ντοστογιέφκσι, ας μη λησμονούν πως μέσα από την ιστορία μιας άσημης οικογένειας κατάφερε να αναδείξει όλες τις παραμέτρους του σύγχρονου κράτους – τη δύναμη του Τύπου, τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, τη σημασία της εκκλησίας, της εκπαίδευσης, το ζήτημα της πολιτικής και της εθνικής προπαγάνδας.
Εάν το μέγεθος ενός συγγραφέα υπολογίζεται με την ενορατική του δύναμη και το φιλοσοφικό του βάρος, τότε ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι δικαίως θεωρείται σήμερα το μαγικό βουνό της λογοτεχνίας. Οι αντιήρωές του, απαλλαγμένοι από τη δογματική βεβαιότητα του «Καλού» και του «Κακού», μετέδωσαν το μικρόβιο της αμφιβολίας σε πολλούς χαρακτήρες της παγκόσμιας μυθοπλασίας. Οι κατακτήσεις του σε επίπεδο ύφους και ιδεών έγιναν κτήμα μιας ευρύτερης κοινότητας διανοουμένων και η επιρροή του είναι κατάδηλη σε συγγραφείς όπως ο Καμύ, ο Κάφκα, ο Προυστ, ο Μοράβια ή ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς, καθώς και σε φιλοσόφους όπως ο Νίτσε και ο Βιτγκενστάιν.
- Από τον Δημήτρη Γ. Στεφανάκη