Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ο Κάφκα και το τέρας της γραφειοκρατίας.


Ξαναδιαβάζοντας τη Δίκη

Όταν αναφερόμαστε στην τριανδρία του μυθιστορήματος στον εικοστό αιώνα, το μυαλό μας πηγαίνει αναπόφευκτα σε τρία ονόματα: Τζόις, Προυστ, Κάφκα.
Ο καθένας τους κατάφερε να διατηρήσει απαραμείωτο το ενδιαφέρον της παγκόσμιας διανόησης μέχρι σήμερα και στο κατώφλι της νέας χιλιετίας το έργο τους παραμένει σημείο αναφοράς για οτιδήποτε εννοούμε με τον όρο λογοτεχνία.
Αν επιχειρούσαμε να διακρίνουμε ανάμεσά τους την ισχυρότερη επιρροή στο σύγχρονο μυθιστορηματικό λόγο, θα έπρεπε ασφαλώς να αντιπαρέλθουμε τον μύθο των δύο πρώτων και να σταθούμε στην προσφορά του συνεσταλμένου γίγαντα από την Τσεχία. Το ιδιοφυές φιλολογικό παραλήρημα του Τζόις και η συμφωνικών διαστάσεων πεζογραφία του Προυστ αποτελούν σίγουρα αξεπέραστα μνημεία της τέχνης του λόγου. Αμφότεροι οδήγησαν την λογοτεχνία σε απάτητες κορυφές, σε μια τελειότητα που από μόνη της αναιρεί οποιαδήποτε συνέχεια. Ο Κάφκα αντίθετα παρέμεινε ένα ανοιχτό, ανολοκλήρωτο σύμπαν σκέψεων με ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν, με στοχασμούς που ζητούν να ολοκληρωθούν. Η απλή, γεωμετρική του γραφή απαλλαγμένη από κάθε είδος γλωσσικού μεγαλείου έγινε ένα είδος μανιέρας που άλλαξε έκτοτε τον αφηγηματικό τρόπο.

«Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιάζεφ Κ. γιατί ένα πρωί, χωρίς να κάνει κανένα κακό, ήρθαν και τον συνέλαβαν». Έτσι μόνο θα μπορούσε να ξεκινά το μοντέρνο μυθιστόρημα, ως καταγγελία του σύγχρονου κόσμου. Ο Κάφκα διέγνωσε ευθύς εξαρχής τη νόσο της γραφειοκρατίας που μόλυνε όλο τον εικοστό αιώνα κι έγινε η επίσημη στολή του ολοκληρωτισμού με τραγικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Ο τίτλος του κορυφαίου του μυθιστορήματος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την Δίκη. Το δικαστικό σύστημα άλλωστε αποτελεί προσφιλές θεματικό μοτίβο και για άλλα μυθιστορήματα-φάρους όπως είναι οι Αδελφοί Καραμάζοφ του Ντοστογιέφσκι ή ο Ξένος του Καμύ.
Σε μια εποχή που η εξουσία αδυνατεί πια να επιστρατεύσει δεισιδαιμονίες και θρησκευτικές ή κοινωνικές προκαταλήψεις, επινοεί μια αόριστη έννοια δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας ένα σύστημα αδιαφανών κανόνων απαγγέλλει κατηγορίες και καταδικάζει αυθαίρετα τον οποιονδήποτε. Το έλλειμμα δικαιοσύνης ωστόσο από μόνο του δεν αρκεί για να πτοήσει τον άνθρωπο. Η αδικία ωθεί τους πολίτες σε εξέγερση με απρόβλεπτες συνέπειες. Έπρεπε λοιπόν να εφευρεθεί το αντίδοτο στην εξεγερμένη συνείδηση.
Ο Τσέχος συγγραφέας διέβλεψε και ανέλυσε πρώτος το παράλογο του φαινομένου που ονομάζουμε γραφειοκρατία. Στη Δίκη μάλιστα την ανάγει σε ύψιστη μέθοδο άσκησης εξουσίας που στηρίζεται στον παραλογισμό. Για το λόγο αυτό επινοεί μια ιστορία που καταστρατηγεί βάρβαρα την αφηγηματική λογική στα όρια της ονειρικής πραγματικότητας. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος πλήττεται αρχικά από την αυθαιρεσία: Συλλαμβάνεται για άγνωστους λόγους. Στη συνέχεια τίθεται ως ύπαρξη σε διαθεσιμότητα εν αναμονή μιας νομικής διαδικασίας που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Η ανυπόστατη κατηγορία γίνεται βρόχος, ανυπέρβλητη εκκρεμότητα στην ζωή του – μια κατάσταση ομηρίας. Οι ανακρίσεις που ακολουθούν την σύλληψή του περιγράφονται σ’ ένα πλαίσιο ονειρικά διαστρεβλωμένο και συσκοτίζουν ακόμα περισσότερο την υπόθεση.

Στον Γιόζεφ Κ δεν απαγγέλλεται συγκεκριμένη κατηγορία. Πρέπει να ανακαλύψει μόνος του τις αιτίες της ενοχής του. Η αδράνεια του συστήματος εκδηλώνεται με συνεχή παρέλκυση, τακτική που αμβλύνει σταδιακά κάθε διάθεση αντίδρασης εκ μέρους του κατηγορουμένου. Δεν υπάρχει πιο σκληρή τιμωρία από την υπέρμετρη αναμονή στην οποία υποβάλλεται ο Γιόζεφ Κ. Η τακτική της παρέλκυσης μας λέει ο Κάφκα δεν είναι παρά η κατάσταση όπου θριαμβεύει η αδικία στο όνομα της προσωρινότητας. Ο πρωταγωνιστής του δεν είναι παρά ο βαρυποινίτης του γραφειοκρατικού συστήματος. «Περιμένω…» απαντά ένας από τους άλλους κατηγορουμένους χωρίς να δίνει καμία περαιτέρω εξήγηση, σαν να είναι αυτό η τιμωρία του για ένα έγκλημα που ούτε ο ίδιος γνωρίζει. Η ιδέα της άνευ λόγου αναμονής στοιχειώνει όλο το μυθιστόρημα και αποκτά μεταφυσική διάσταση στο επεισόδιο της Μητρόπολης και στο μύθο που διηγείται ο ιερωμένος στον Κ. Εδώ ο Κάφκα επιχειρεί μια αναφορά στην αναμονή ως μέσο διδαχής στην ανατολική φιλοσοφία. Στη Δύση, αντίθετα, η χρήση της στόχευε ανέκαθεν στην αποκτήνωση του ατόμου. Ο χωρικός που πεθαίνει περιμένοντας για χρόνια μπροστά στην Πύλη του Νόμου δεν αποκομίζει κάποιο δίδαγμα για την φύση των πραγμάτων. Είναι απλά ο ισοβίτης ενός κόσμου απρόσωπης τυραννίας, ενός συστήματος με φυλακές χωρίς κάγκελα και τοίχους. Η τυραννία της γραφειοκρατίας έχει την ίδια παραλυτική επίδραση στον άνθρωπο ειδικά όταν μολύνει μια ομαλή καθημερινότητα. Το να περιμένει κανείς στην ουρά σε μια τράπεζα ή στην στάση ενός λεωφορείου, ή το να περιφέρεται άσκοπα σε μια δημόσια υπηρεσία από το ένα γραφείο στο άλλο δεν είναι ούτε φυσικό ούτε αναμενόμενο. Η ταλαιπωρία που υφίσταται παραπέμπει ευθέως στην καφκική ατμόσφαιρα της Δίκης και η ζωή του καταλήγει να είναι μια συνεχής αναμονή άνευ λόγου και αιτίας. Ο πολίτης βέβαια εκλογικεύει τη δυσαρέσκειά του χωρίς να αντιλαμβάνεται πως έτσι το σύστημα ελέγχει το χρόνο του και τις διαθέσεις του και τον καθυποτάσσει πλήρως. Ζούμε σε μια εποχή όπου το παράλογο επιβάλλεται ως λογικό και αυτονόητο, σ’ ένα κόσμο καφκικής ειρωνείας και το χειρότερο είναι ότι δεν το αντιλαμβανόμαστε. Το αποδεικνύουν ανατριχιαστικοί παραλληλισμοί στο μυθιστόρημα, όπως για παράδειγμα το σύνθημα του ανακριτή στο ακροατήριο για χειροκρότημα ή αποδοκιμασίες κατά την απολογία του Κ. που θυμίζει την ατμόσφαιρα σε τηλεπαιχνίδια. Η συνεχής παρέλκυση της ανακριτικής διαδικασίας επίσης φωτογραφίζει την ταλαιπωρία των πολιτών στα καθ’ ημάς όπου υποθέσεις χρονίζουν στο όνομα της αδράνειας και της αδιαφορίας. Ποιος αλήθεια πιστεύει ακόμα σήμερα ότι ο Κάφκα περιέγραψε ένα φανταστικό και παράλογο κόσμο;
Η Δίκη είναι πρωτίστως ένα πολιτικό μυθιστόρημα, ένα μανιφέστο φρίκης και αγωνίας για όσα έμελλε να ζήσει και να υποφέρει ο σύγχρονος άνθρωπος. Ταυτόχρονα αποτελεί την απαρχή του νέου μυθιστορηματικού λόγου. Ο Κάφκα αντιλαμβάνεται πρώτος απ’ όλους τη βασική διαφορά αφηγήματος και μυθιστορήματος όπως ακριβώς την διατυπώνει ο Ζιντ: «το αφήγημα οργανώνεται γύρω από ένα παρελθόν, το μυθιστόρημα εγκαθίσταται σ’ ένα παρόν. Το αφήγημα διηγείται αυτό που έλαβε χώρα. Το μυθιστόρημα εκθέτει κάτι που είναι εν τη γενέσει του. Το αφήγημα γνωστοποιεί τα γεγονότα, το μυθιστόρημα τα προκαλεί». Ο προφητικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, βέβαια, μας είναι ήδη γνωστός από τους μείζονες κόσμους του Μπαλζάκ ή του Ντοστογιέφσκι.
Στο εξής όμως δεν χρειάζεται να είναι αχανές και πολυπρόσωπο, αρκεί μονάχα να προεξοφλεί και να προετοιμάζει τον μέλλοντα κόσμο. Ο Κάφκα, με μια μονοσήμαντη αφήγηση που θυμίζει εκτεταμένο διήγημα, επιτυγχάνει ουσιαστικά το ίδιο μυθιστορηματικό αποτέλεσμα με τους Αδελφούς Καραμάζοφ. Επιπλέον δεν αλλάζουν μόνο οι όροι γραφής αλλά και οι όροι ανάγνωσης του μυθιστορήματος. Ο Τσέχος απαιτεί τον απόλυτο σεβασμό του αναγνώστη. Τα αναγνωστικά χάσματα στα κλασικά μυθιστορήματα μπορεί να ήταν θεμιτά και ανώδυνα αφού στην ουσία απορρέουν από την ίδια τη φύση του. «Διάβασε ποτέ κανείς λέξη προς λέξη τον Προυστ, τον Μπαλζάκ, το Πόλεμος και Ειρήνη;» αναρωτιέται ο Ρολάν Μπαρτ. Ο Γάλλος στοχαστής περιγράφει τον τρόπο που απολαμβάνει κανείς το κλασικό κείμενο: «Δεν το διαβάζουμε ολόκληρο με την ίδια αναγνωστική ένταση· επιβάλλεται ένας ρυθμός αβίαστος κι ελεύθερος που λίγο σέβεται την ολότητα του κειμένου. Η απληστία μας παρασέρνει να πηδάμε ορισμένα εδάφια… για να ξαναβρούμε τα πιο καυτά σημεία της ιστορίας». Με τον Κάφκα αυτή η αναγνωστική αυθαιρεσία λαμβάνει τέλος. Ο Μπαρτ επισημαίνει: «Διαβάστε στα γρήγορα, κομματιαστά ένα μοντέρνο κείμενο –θα γίνει σκοτεινό και ακατανόητο». Η γεωμετρική γραφή που επέβαλλε ο συγγραφέας της Δίκης στηρίζεται σε μια αυστηρή μαθηματική ανάπτυξη λέξη προς λέξη, φράση προς φράση. Οποιοσδήποτε περισπασμός του αναγνώστη αποδεικνύεται μοιραίος κι αυτό είναι που κάνει τον Καμύ να ισχυρίζεται ότι «Όλη η τέχνη του Κάφκα έγκειται στο γεγονός ότι υποχρεώνει τον αναγνώστη να τον διαβάζει δεύτερη φορά».
Η αναγνωστική εμπειρία της Δίκης αφήνει μια αίσθηση ανάλογη με εκείνη της Απολογίας του Σωκράτη. Ο Κ. βέβαια δεν διαθέτει το ηθικό βάρος του μεγάλου φιλοσόφου. Ως πρότυπο του σύγχρονου ανθρώπου παλινωδεί ανάμεσα στις επιθυμίες και στα ενοχικά του συμπλέγματα καθώς απολογείται ενώπιον ενός απρόσωπου δικαστηρίου που τον έχει καταδικάσει εκ των προτέρων. Στην ουσία είναι και ο ίδιος πεπεισμένος για την ενοχή του. Ύστερα από τόσους αιώνες θεολογίας, άλλωστε, ο άνθρωπος έχει αποδεχθεί το ρόλο του αμαρτωλού που αργά ή γρήγορα αναμένεται να τιμωρηθεί αν όχι για δικό του αμάρτημα τουλάχιστον για το προπατορικό. Με την λογική του να μεροληπτεί υπέρ των θεολογικών αυθαιρεσιών, το μόνο που του μένει είναι να αντιδράσει συναισθηματικά και να εμπιστευτεί τις καταπιεσμένες επιθυμίες του. Ο πρωτόγονος ερωτισμός που διαπνέει τη Δίκη είναι ασφαλώς πολιτική θέση κι ο έρωτας ως φυσική ανάγκη ανάγεται σε γενεσιουργό αιτία κοινωνικών ανατροπών.
Βέβαια ο Κάφκα δεν διαχειρίζεται την ερωτική σχέση με τον μεταφυσικό τρόπο του Τολστόι στην Άννα Καρένινα.
Λείπει ο ρομαντισμός της μεγάλης αγάπης που αμφισβητεί τα δεδομένα της καθεστηκυίας τάξης. Η ερωτική έξαψη του Γιόζεφ Κ. εκδηλώνεται κατά περίσταση ως μεμονωμένο επεισόδιο χωρίς συναισθηματική εμπλοκή.
Αν ευσταθεί ο χαρακτηρισμός Τριλογία της μοναξιάς που δίνουν κάποιοι στο τρίπτυχο Δίκη-Πύργος-Αμερική, τότε είναι φυσικό οι μοναχικοί πρωταγωνιστές του Κάφκα να αποφεύγουν τους ισχυρούς δεσμούς αγάπης και να περιορίζονται απλώς στην στοιχειώδη κάλυψη των αναγκών τους. Ίσως ο ερμητικός ερωτισμός τους να είναι το τίμημα που πληρώνουν στην αναζήτηση της ελευθερίας. Άλλωστε σ’ ένα κόσμο που κανείς δεν εμπιστεύεται κανένα οι μεγάλοι έρωτες φαντάζουν γελοίοι και ανέφικτοι. 

Δημοσιευμένη μετά το θάνατο του Κάφκα η Δίκη παραμένει έργο ανολοκλήρωτο που θυμίζει σπίτι διαμπερές με ορθάνοιχτα παράθυρα. Με τον τρόπο του ο Τσέχος γίγαντας μας θυμίζει πως τα μυθιστορήματα είναι ανοιχτοί κόσμοι με αμφίβολη ακόμα και την σειρά των κεφαλαίων τους. Αφήνοντας την παγκόσμια λογοτεχνική θεωρία να σπαζοκεφαλιάζει και να πελαγοδρομεί στην προσπάθειά της να εξηγήσει με βαρύγδουπους όρους το καφκικό θαύμα μπορούμε να παρατηρήσουμε μονάχα πως το έργο του αποτελεί πρόσκληση σε διάλογο ο οποίος συνεχίστηκε σε όλο τον εικοστό αιώνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις διαλέγεται κι ο ίδιος με τον εαυτό του. Για παράδειγμα η Δίκη θέτει ένα πρόβλημα που λύνεται, ως ένα βαθμό, στον Πύργο. Κατά τα άλλα ίσως αποδειχτεί κάποια μέρα πως οι μυθιστοριογράφοι της μετά Κάφκα εποχής δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να τον σχολιάζουν. Όσο για την εμμονή μας να τον ξαναδιαβάζουμε κάθε τόσο, αυτή μπορεί να αποσκοπεί σε μια αίσθηση που μεταβάλλεται δυναμικά από ανάγνωση σε ανάγνωση.

Δημήτρης Στεφανάκης

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περ. ΚΛΕΨΥΔΡΑ τ. 4, Μάης 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου