Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Ο παππούς μου ο Πλάτων


Όλοι εμείς οι μυθιστοριογράφοι που συνωστιζόμαστε στις πύλες της λογοτεχνικής αθανασίας δεν θα έπρεπε να λησμονούμε τον πρώτο διδάξαντα. Ποιητής εκ πεποιθήσεως, φιλόσοφος από ανάγκη ο Πλάτων μας κληροδότησε το γεωμετρικό σύμπαν των ιδεών του, επινοώντας τη διασημότερη μυθιστορηματική φιγούρα όλων των εποχών. Οι ιδεολογικές περιπέτειες του Σωκράτη δραματοποιημένες από τον διάσημο μαθητή του έφτασαν ως εμάς μεταφέροντας μια σοφία που ακόμα και σήμερα πασχίζουμε να αποδελτιώσουμε. Ποιος σκέφτηκε να ξαναδιαβάσει τους Πλατωνικούς διαλόγους ως μυθιστορήματα και να δώσει στον δημιουργό τους τον τίτλο του πατριάρχη του μυθιστορήματος; Ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι σπαζοκεφαλιάζουν αιώνες τώρα πάνω από τα Πλατωνικά κείμενα ζητώντας να λύσουν το άλυτο μυστήριο του κόσμου. Μήπως ήρθε η στιγμή να αναθεωρήσουμε την άποψή μας για τον κορυφαίο στοχαστή της αρχαιότητας; Ούτως ή άλλως το μυθιστόρημα στους δύο αιώνες της παντοκρατορίας του παρήγε στοχασμό υψηλής ουσίας και ποιότητας.
Ομολογουμένως οι δημιουργικοί συγγραφείς έχουν προχωρήσει στη φιλοσοφική σκέψη πολύ περισσότερο από τους επαγγελματίες φιλοσόφους. Το ίδιο το μυθιστόρημα συνεχίζει να ασκεί συστηματική κριτική της πραγματικότητας την οποία ο φιλόσοφος έχει αποποιηθεί θεωρώντας την ως κάτι δεδομένο. Η πλατωνική κληρονομιά είναι δική μας κι ίσως ψηλά στις πύλες της Ακαδημίας Πλάτωνος θα έπρεπε να γράφει «Μηδείς αμυθιστόρητος εισίτω».

Δημήτρης Στεφανάκης




Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

"Διηγούμαι άρα υπάρχω"

Ο άνθρωπος που έκανε την αφήγηση να μοιάζει με "λαϊκό δικαστήριο" μας έμαθε το αυτονόητο: Κάθε ιστορία είναι επινόηση του αφηγητή της ακόμα κι αν απηχεί πραγματικό γεγονός. Η μέθοδος του πολλαπλού αφηγητή θυμίζει σειρά μαρτυρικών καταθέσεων ενώπιον του μεγάλου ιεροεξεταστή που δεν είναι άλλος από τον αναγνώστη. Η λογοτεχνία, ωστόσο, δεν είναι ο ντελάλης της αλήθειας, δεν μιλά χωρίς φόβο και πάθος. Ο συγγραφέας παραπέμπει στον ήρωα κι εκείνος μας ψιθυρίζει με ειλικρίνεια. "Διηγούμαι για να υπάρχω!" Ο Ουίλιαμ Φώκνερ ανήκει σ' εκείνη τη σπάνια ράτσα συγγραφέων που σήκωσαν τη τέχνη τού λόγου στην πλάτη τους και την πήγαν παρακάτω...
 
Δημήτρης Στεφανάκης

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΤΗ ΖΥΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ


Φόρος τιμής στον Λέοντα Τολστόι
Σήμερα που το μυθιστόρημα παλινωδεί ακόμα ανάμεσα στην εκζήτηση της φόρμας και στην ανάγκη να πει κάτι σημαντικό, νοσταλγούμε αγιάτρευτα τα κλασικά αναγνώσματα. Οι εκτεταμένες αφηγήσεις του 19ου παραμένουν οι αστερισμοί με τους οποίους προσανατολιζόμαστε στο αχανές σύμπαν της λογοτεχνίας. Ανάμεσά τους ο πιο επιβλητικός ίσως είναι η Άννα Καρένινα του Λέοντος Τολστόι.

Ένα μυθιστόρημα, δύο κόσμοι: Από τη μια η εξέγερση της ερωτευμένης γυναικείας ψυχής που κλονίζει συθέμελα το σαθρό οικοδόμημα μιας κοινωνίας συμβάσεων. Από την άλλη, ο ιδεατός μικρόκοσμος του συγγραφέα στο πρόσωπο του εμβληματικού Λέβιν• η μεταφυσική της αγάπης που δημιουργεί η διαλύει οικογένειες. Η πρώτη φράση γίνεται η επωδός που θα κερδίσει την αθανασία στη μνήμη μας : «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους• Κάθε δυστυχισμένη είναι μοναδική». Σαν μικροκάψουλα θα περιέχει έκτοτε τον πιο καλοζυγισμένο μύθο που γέννησε ποτέ πένα μυθιστοριογράφου.
Ίσως γι αυτό και ο κινηματογράφος, ο διάσημος επίγονος του βασιλιά της αφήγησης, του μυθιστορήματος επαναδιαπραγματεύεται στην οθόνη του από καιρού εις καιρόν την Άννα Καρένινα.


Δημήτρης Στεφανάκης

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ



Χάιντεγκερ
Του Δημήτρη Στεφανάκη

«Το να διαβάσεις Χάιντεγκερ σηματοδοτεί την αρχή μιας περιπέτειας»,  ισχυρίζεται ο William Lovitt. Ένας τέτοιος ισχυρισμός ηχεί σχεδόν απειλητικά για τον μέσο αναγνώστη ο οποίος ακολουθώντας τη λαβυρινθώδη σκέψη των μεγάλων στοχαστών, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να βρεθεί αντιμέτωπος με τον μινώταυρο της ακατανοησίας. Η περίπτωση Χάιντεγκερ, ωστόσο, φαντάζει μάλλον καθησυχαστική, αρκεί να λάβει κανείς σοβαρά υπόψη την φιλότιμη προσπάθεια αυτής της γλωσσικής ιδιοφυΐας να αποσαφηνίζει πάντοτε δια της ετυμολογικής οδού τις φιλοσοφικές του προθέσεις. Ίσως γι αυτό και ο Στάινερ, επιχειρώντας να παρουσιάσει το «φαινόμενο Χάιντεγκερ» δεν θεωρεί απαραίτητη μια εισαγωγή στο πεδίο προβληματισμού του γερμανού φιλοσόφου.  Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν ανέφικτο,  αφού έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που υπολογίζεται σε εξήντα περίπου τόμους, από το οποίο ένα μικρό μόνο μέρος είναι δημοσιευμένο – κι αυτό ανεπαρκώς σχολιασμένο. Όμως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, δεν θα έπαυε να θεωρείται  μέγας διανοητής του εικοστού αιώνα, αν όχι ο μεγαλύτερος, έστω και αν είχε προλάβει να γράψει μόνο το γνωστότερο έργο του, το Είναι και Χρόνος.
Στάινερ

Η κριτική διάνοια του Στάινερ αναλαμβάνει με ένα τρόπο άκρως αντι-ακαδημαϊκό να φωτίσει τις πτυχές εκείνες από το έργο και την προσωπικότητα του γερμανού φιλοσόφου που συνηγορούν σε αυτή την άποψη, εν γνώσει του ότι  ένα μέρος της φιλοσοφικής κοινότητας αποσιωπά ή υποβαθμίζει συστηματικά την σημασία του Χαϊντεγκεριανού λόγου. Η στάση αυτή ίσως να μην σχετίζεται τόσο με το ακανθώδες «ζήτημα Χάιντεγκερ», την ιδεολογική δηλαδή γειτνίαση του γερμανού φιλοσόφου με τον ναζισμό. Άλλωστε κατά  τον Στάινερ, « η επίσημη εμπλοκή του στο κίνημα διήρκεσε μόνο εννέα μήνες και παραιτήθηκε –αυτό το σημείο αξίζει να επαναληφθεί– πριν από την  ανάληψη της ολοκληρωτικής εξουσίας από τον Χίτλερ. Πολλοί εξέχοντες πνευματικοί άνθρωποι έκαναν πολύ χειρότερα».
Εκείνο που ενοχλεί μάλλον  τους κατ’ επάγγελμα φιλοσόφους είναι ο αντικομφορμισμός του Χάιντεγκερ που εκδηλώνεται με μια αύρα «προφορικότητας» ασυμβίβαστης με την ακαδημαϊκή του ιδιότητα. Είναι γνωστό ότι οι διαλέξεις του «μυστικού βασιλιά της σκέψης» αποτέλεσαν ένα είδος πνευματικής επανάστασης, ανάλογη της οποίας είχαν να δοκιμάσουν οι άνθρωποι του πνεύματος από την εποχή του Σωκράτη.
Όσοι δεν παρακολούθησαν τις διαλέξεις αυτές, διατείνονται οι αυτόπτες μάρτυρες, διαθέτουν μόνο μια ανολοκλήρωτη και ελαφρώς διαστρεβλωμένη εικόνα των προθέσεών του. Εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφιβάλλουμε γι αυτό, ωστόσο μπορούμε να αισθανόμαστε ευγνώμονες για το γεγονός ότι έχουμε στα χέρια μας την πεμπτουσία της σκέψης του σε ένα μεγαλεπήβολο πόνημα, το Είναι και Χρόνος.
 
Το εύρημα αυτού του έργου, πέρα από το γεγονός ότι επαναδιαπραγματεύεται τα δεδομένα της ύπαρξης, βρίσκεται στην ιδιοφυή μυθιστορηματική του σύνθεση. Ο Χάιντεγκερ είναι ένας είδος Ντίκενς της φιλοσοφίας, έχοντας να επιδείξει τον πιο καθολικό ήρωα που γνώρισε ποτέ η λογοτεχνία – το ίδιο το Είναι.   Αντιλαμβανόμενος ίσως την ευρυχωρία που προσφέρει το μυθιστόρημα στην ανάπτυξη ιδεών, ευνόησε την μυθιστορηματική πλοκή και φρόντισε να σκιαγραφήσει τον «ήρωά» του με τον άρτιο τρόπο ενός δεινού πεζογράφου.

Ο Στάινερ χωρίς να διατυπώνει ρητά μια τέτοια παρατήρηση παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις («καθώς κανείς μελετά την πορεία του Χάιντεγκερ … και την ικανότητά του να παράγει μύθο») ωθεί τον αναγνώστη προς αυτή την κατεύθυνση, προσφέροντάς του ταυτόχρονα μια ουσιαστική ανάλυση του Χαϊντεγκεριανού δόγματος. Παρακάμπτει τεχνηέντως τις μεταμορφώσεις του είναι, αποφεύγοντας τους ετυμολογικούς δαιδάλους  του Dasein και εστιάζει την προσοχή του, τόσο στις εκλεκτικές συγγένειες του φιλοσόφου όσο και στην μετωπική του κριτική κατά της «Πλανητικής ηγεμονίας  της τεχνολογίας» μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Σαρτρ
Δεν διστάζει να υποβιβάσει τον Σαρτρ σε απλό σχολιαστή του Χάιντεγκερ και να αναγνωρίσει την επίδραση της σκέψης του τελευταίου στα πιο ριζοσπαστικά αναγνώσματα του εικοστού αιώνα όπως, για παράδειγμα, στο Μονοδιάστατο Άνθρωπο του Μαρκούζε. Αναδεικνύει επίσης με σαφήνεια τα μείζονα ζητήματα που έθιξε ο δημιουργός του Είναι και Χρόνος: τη μέριμνα, το αναπαλλοτρίωτο του θανάτου, την  αναυθεντικότητα της ύπαρξής μας, την ταύτιση του Dasein  με τον κόσμο της καθημερινότητας.

Με το ένστικτο του εμβριθούς στοχαστή μάς κατευθύνει στον Χαϊντεγκεριανό λαβύρινθο, από τον οποίο εξερχόμαστε έμπλεοι συναρπαστικών ιδεών όπως: «Ο άνθρωπος ‘υπάρχει (ex-ists)’ με την πολύ συγκεκριμένη έννοια ότι μόνος αυτός μπορεί να ‘στοχαστεί το Είναι’. Το δέντρο, η πέτρα, ο Θεός είναι, αλλά δεν υπάρχουν…» Ή «Η απόσταση από το Είναι, η επικράτηση του μέσου όρου, η ισοπέδωση του αισθήματος και της έκφρασης σε μια καταναλωτική κοινωνία συγκροτούν αυτό που γνωρίζουμε ως ‘δημοσιότητα’…» Ή ακόμα «Το αναπαλλοτρίωτο του θανάτου –το απλό  αλλά συνταρακτικό γεγονός ότι καθένας πρέπει να πεθάνει για τον εαυτό του, ότι ο θάνατος είναι η μοναδική υπαρξιακή προοπτική που καμία υποταγή, καμία υπόσχεση, καμία δύναμη των ‘πολλών’ δεν μπορεί να αφαιρέσει από το άτομο– είναι η θεμελιώδης αλήθεια για το νόημα του είναι».

Εν κατακλείδι η περιπέτεια της ανάγνωσης του Χαϊντεγκεριανού λόγου έχει πάντα αίσιο τέλος, με οδηγό μια φωτισμένη διάνοια όπως ο Στάινερ. Και για να μην νομισθεί ότι οι φιλόσοφοι αγορεύουν μονάχα από τον χρυσελεφάντινο πύργο τους, αξίζει να επισημάνουμε την διεισδυτικότητα  του Χάιντεγκερ στον μέλλοντα χρόνο, όταν καταγγέλλει τον ολέθριο ρόλο της «τεχνικής» και τον τρόπο που «αποσπά και ξεριζώνει τον άνθρωπο από τη γη»,  σε μια εποχή κατά την οποία αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή μας περισσότερο ως εικόνα – φευγαλέο στιγμιότυπο στις οθόνες ενός ανάλγητου κόσμου.
Ο «Χάιντεγκερ» του Στάινερ είναι μια προσπάθεια να χαρτογραφηθεί το Χαϊντεγκεριανό σύμπαν των ιδεών και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πατάκη.  Η μετάφραση της Ασημίνας Καραβαντά, ποτυ επιμελήθηκε η Γκόλφω Μαγγίνη δεν μεταφέρει απλώς ένα ευφυές φιλοσοφικό δοκίμιο στη γλώσσα μας. Εκτός από  χρήσιμους νεολογισμούς παραδίδει και μια σειρά νέων γλωσσικών δεδομένων  που αίρουν, όπως θα έλεγε και ο Βιτγκενστάιν, μία προς μία τις πλάνες γύρω από τον εαυτό μας και τον κόσμο που μας περιβάλλει.

 

 

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ Η ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ


Με τον Νίτσε συμβαίνει συνήθως ό,τι και με τον Ντοστογιέφσκι. Άπαξ και αποφασίσει  κανείς να γνωρίσει το έργο του, παρασύρεται αργά ή γρήγορα από την σαγηνευτική δίνη των ιδεών του και εγκλωβίζεται αμετάκλητα μέσα στο μοναδικά ιδιαίτερο σύμπαν των ιδεών του.  Η εξήγηση είναι απλή: Ακόμη και αν ευσταθεί η άποψη πως ο Νίτσε δεν είναι γνήσιος φιλόσοφος αλλά ένας ευφυολόγος που αρέσκεται σε αφορισμούς και σημειώσεις, κατέχει εντούτοις την μοναδική αρετή της ολοζώντανης διάνοιας. Τα βιβλία του διαθέτουν το δραματικό ανάγλυφο  που συναντά κανείς  μόνο σε κορυφαία μυθιστορήματα όπως το «Έγκλημα και τιμωρία» ή οι «Δαιμονισμένοι».  Η ενορατική του αμεσότητα  ασκεί διαχρονική γοητεία στους αναγνώστες  κι αυτό  κανένας επικριτής του δεν μπορεί να αρνηθεί.

  Ακροβατικός στη σκέψη του, οριακός στις αναζητήσεις του ο Γερμανός στοχαστής έμελλε να γίνει ο τελάλης της ανθρώπινης σοφίας στην εποχή του, ένας «φιλόσοφος του λαού». Τα έργα του δεν διαπέρασαν ποτέ το μαγνάδι της μεταφυσικής, αφού ο Νίτσε ασπάστηκε νωρίς την γήινη εκδοχή της φιλοσοφίας. Η αντιδιαστολή διονυσιακού και απολλώνιου στοιχείου, όπως διατυπώθηκε στη Γέννηση της Τραγωδίας, αφορά και τον ίδιο. Απαρνείται εξαρχής τον κόσμο των αφηρημένων ιδεών και με τις απόψεις του «βάζει φωτιά» στο σπίτι της φιλοσοφίας· γίνεται έτσι ένας  «πυρομανής» φιλόσοφος.
Δεν γνωρίζουμε αν ο Νίτσε επέλεξε συνειδητά τον αποσπασματικό χαρακτήρα του έργου του ή αν ακολούθησε απλώς το δημιουργικό του ένστικτο. Το σίγουρο είναι ότι δεν προσέφερε ολοκληρωμένες απαντήσεις για τον κόσμο και τον άνθρωπο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, κι αυτό λειτούργησε συχνά εναντίον του. Οι ανοιχτοί ορίζοντες των ιδεών του οδηγούν ένα καλοπροαίρετο αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι καλείται να δώσει ο ίδιος την οριστική μορφή τους. Στην αντίθετη περίπτωση όμως αφήνουν έκθετο τον εμπνευστή τους, με κατηγορίες περί «στρατιωτικής» φιλοσοφίας, φτάνοντας στο σημείο να θεωρείται από πολλούς πρόγονος της ναζιστικής ιδεολογίας.  Τον κατηγορούν ότι επινόησε τον υπεράνθρωπο, ότι δολοφόνησε τον Θεό, ότι αποκαθήλωσε την φιλοσοφική παράδοση, ότι κατέληξε σε ένα αδιέξοδο μηδενισμό με ένα αμείλικτο δαρβινισμό δικής του επινόησης.
Αν θέλουμε ωστόσο να είμαστε συνεπείς με την βαθύτερη αλήθεια των σκέψεων του, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στον Ζαρατούστρα ο Νίτσε δεν αντιμάχεται τον απλό άνθρωπο για χάρη του υπερανθρώπου, ούτε βάζει ταφόπλακα στην ιδέα του Θεού.  Θα μας βοηθούσε να κατανοήσουμε τις προθέσεις του, αν βλέπαμε τον Ζαρατούστρα απλά ως μυθιστορηματικό ήρωα, ένα χαρακτήρα με στόφα Ντοστογιεφσκική, ο οποίος καλείται  μονάχα να παίξει τον ρόλο του. Μην λησμονούμε, άλλωστε, ότι αν επιμένουμε  να λογοκρίνουμε ό,τι ξεπερνά τα όρια του ανθρώπου, τότε δύο στα τρία μυθιστορήματα θα έπρεπε να απορριφθούν με ένα παρόμοιο κατηγορητήριο, αφού οι ήρωες τους, προικισμένοι συχνά με εξαιρετική ενόραση και αντοχή στις δοκιμασίες της ζωής, καθίστανται αίφνης υπερήρωες για τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Υπεράνθρωπος κατά μία έννοια είναι και ο καλός χριστιανός, ο οποίος πρέπει να διαθέτει αστείρευτα αποθέματα ηθικής ανωτερότητας, υπομονής και επιμονής ώστε να κατακτήσει την τελείωση για χάρη  ενός Θεού που απουσιάζει θεαματικά από την σκηνή της καθημερινότητας. Όσο για τον Νίτσε, δύσκολα αποκαλείς άθεο έναν άνθρωπο που ασχολείται τόσο συστηματικά και τόσο παθιασμένα με τον Θεό, ακόμα και αν φαινομενικά τον απορρίπτει.

 Έχω την εντύπωση πως οι μεγαλύτερες παρανοήσεις, όσον αφορά τις απόψεις του,   προέρχονται κυρίως από την δεδομένη υπερβολή στην διατύπωση τους. Ο πυρήνας της σκέψης του ωστόσο παραμένει πάντα επίκαιρος,  όταν για παράδειγμα ορίζει ως πραγματικά ελεύθερο το πνεύμα που γνωρίζει πώς να εγκολπώνεται τη γνώση και να ζει τρεφόμενο από αυτή. Ο αφορισμός του ότι «ζούμε με το φόβο της μνήμης και της εσωστρέφειας», με την αγωνία πώς να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, περιέχει μια αναμφίλεκτη αλήθεια που αρδεύει μεγάλο μέρος  της πραγματικότητας αλλά και της μυθοπλασίας. Η διαπίστωση πως ο «άνθρωπος είναι γεφύρι και όχι σκοπός», είναι μια ευφυής αλτρουιστική παραδοχή.  Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, υπάρχει μεγάλη δόση ταπεινότητας στις νιτσεϊκές φανφάρες. Αν υποθέσουμε πως η φιλοσοφία στέκεται  στην απέναντι όχθη,  τότε αυτός ο «αθυρόστομος» ιδεολόγος έγινε με τον τρόπο του ένα από τα γεφύρια που μας συνδέουν μαζί της. Κι εδώ τίθεται ένα άλλο ερώτημα: Μήπως η φιλοσοφία χρειάζεται περισσότερο τον Νίτσε από ό,τι εκείνος την φιλοσοφία;
 
Δεν ασπάζομαι την άποψη ότι ερμητικές δραστηριότητες όπως η φιλοσοφία ή  η ποίηση οφείλουν να έχουν άμεση απήχηση στην  πλατιά μάζα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας ισχυρός απόηχός τους δεν φτάνει  στη βάση της αναγνωστικής πυραμίδας. Κι  αν σήμερα ο  φιλοσοφικός στοχασμός αποδεικνύεται ανάλογος του δαιδαλώδους κόσμου τον οποίο επιχειρεί να ερμηνεύσει, ας μην λησμονούμε πως το φιλοσοφείν αποτελεί πρωτίστως ανθρώπινη ανάγκη. Το αρχικό αίτημα δεν ήταν άλλωστε, όπως πιστεύουν πολλοί, η ερμηνεία του κόσμου αλλά η εξεύρεση τρόπων για να  μπορέσει ο άνθρωπος να τα βγάλει πέρα με τον Θεό και τη ζωή. Σήμερα πια οι φιλόσοφοι δεν καταδέχονται ούτε καν να κοιτάξουν προς αυτή την πλευρά,  σήμερα τα φιλοσοφικά δόγματα πάσχουν από περισσή επιστημοσύνη και η φιλοσοφία θυμίζει άδειο κουτί, μέσα στο οποίο κάποτε φυλασσόταν κάτι πολύτιμο. Το τραγικό μεγαλείο της Νιτσεϊκής σκέψης έγκειται στο γεγονός ότι αντιμετώπισε ένα προς ένα τα μεγάλα προβλήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη – με πάσα ειλικρίνεια και χωρίς ίχνος πνευματικής επιτήδευσης.  Δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις  –ποιος κατάφερε να το κάνει, άλλωστε– όμως φώτισε με τον τρόπο του την αθέατη γωνιά της προσωπικής αλήθειας του καθενός μας. Από το μαγικό καλειδοσκόπιο του Νίτσε δεν λείπει τίποτα: ο Θεός, η κοινωνία, η ιστορία, η καθημερινή ζωή, ο ίδιος ο άνθρωπος.

Αληθεύει ότι στη φιλοσοφία είναι απαραίτητο να εμφανίζεται κάθε τόσο ένας φιλόσοφος με τη μοναχική νηφαλιότητα  ενός Καντ, ενός Χέγκελ ή ενός Χάιντεγκερ. Το ίδιο απαραίτητη όμως είναι και η παραβατική συμπεριφορά στοχαστών όπως ο Νίτσε οι οποίοι χωρίς να εκπονούν ένα καθολικό φιλοσοφικό σύστημα, ανακινούν τα παλιά, λησμονημένα ερωτήματα της φιλοσοφίας από τα σκονισμένα ράφια της. Είναι οι άσωτοι γιοι της σοφίας, που συνοδεύουν κάπου-κάπου αυτή την αφελή γερόντισσα στους μοναχικούς περιπάτους της στον κόσμο της πραγματικότητας, από όπου αντλούν την έμπνευσή τους οι αγέραστες διάνοιες της μεγάλης παγκόσμιας λογοτεχνίας.
 
Δημήτρης Στεφανάκης

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ


Πριν από αυτόν η λογοτεχνία αποσιωπούσε συστηματικά την ιεροτελεστία της ερωτικής πράξης. Μεγάλοι συγγραφείς υποχρεώνονταν σε αμήχανα fadeout υπακούοντας στη λογική ενός «πνευματικού κατηχητικού».

«Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι» του  Ντ. Χ. Λώρενς ανήκει στις αρχές του προηγούμενου αιώνα,  αλλά  όταν το διαβάζει κανείς αισθάνεται πως γράφτηκε μόλις χτες. Το βιβλίο που προκάλεσε τα ήθη της εποχής του, αποτελεί σήμερα ένα κλασικό κείμενο και διαβάζεται ευχάριστα, όπως κάθε μεγάλο μυθιστόρημα. Οι δύο πρωταγωνιστές του, η αισθησιακή Κονστάνς και ο δασοφύλακας Μέλορς παρασύρονται από το αμοιβαίο πάθος τους και εγκαινιάζουν με τον ερωτισμό τους τη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή. Ο Λώρενς χρησιμοποιεί την ανατρεπτική διάσταση του έρωτα, για να καταγγείλει τις ηθικές και κοινωνικές αναπηρίες του ανθρώπινου πολιτισμού. Ταυτόχρονα συνθέτει ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά κείμενα του καιρού του, καταγγέλλοντας μια τάξη προνομιούχων που βρίσκεται σε παρακμή και αποσύνθεση. Το δίκαιο της αφήγησης επιβάλλεται πάνω σε κάθε άλλο δίκαιο…
 
Δημήτρης Στεφανάκης


 

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΥ του Δημήτρη Στεφανάκη


ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΕ ΕΞΙ ΩΡΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΒΙΤΟΛΝΤ ΓΚΟΜΠΡΟΒΙΤΣ –Μτφρ. Κατερίνα Σχινά

Εκδόσεις Πατάκη

 

Του Δημήτρη Γ. Στεφανάκη




Από την εποχή του Ντεκάρτ, πατέρα της σύγχρονης σκέψης, η φιλοσοφία πασχίζει εναγώνια να συμφιλιωθεί με τον κοινό νου. Τα δυσθεώρητα ύψη της σοφίας του Καντ και του Χέγκελ ελάχιστα συνέβαλαν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι επίγονοι του πρώτου, Σοπενχάουερα και Νίτσε, αποστρεφόμενοι τον ακαδημαϊσμό της ευρωπαϊκής σκέψης στην εποχή τους, κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να γειώσουν τη φιλοσοφική παράδοση με την απτή καθημερινότητα των ανθρώπων. Κανένας από τους δύο δεν ήταν φιλόσοφος με την  αυστηρή έννοια του όρου.
Σοπενχάουερ
 Αμφότεροι επιχείρησαν να ερμηνεύσουν το κοσμογονικό θαύμα με εννοιακό πυλώνα τη βούληση – βούληση για ζωή στην μία περίπτωση, βούληση για δύναμη στην άλλη. Ο Σοπενχάουερ αντλούσε διαρκώς από την δεξαμενή της πανανθρώπινης σοφίας, σκαρώνοντας αφορισμούς και σημειώσεις. Ο Νίτσε υπήρξε το ίδιο αφοριστικός, περιπίπτοντας συχνά σε κατάσταση πνευματικού διονυσιασμού, καθώς οργάνωνε το σύμπαν του πάνω στο όραμα του υπερανθρώπου.
Νίτσε
 
Στο μεταξύ οι ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις, μετά την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης και τον θρίαμβο της αστικής τάξης, έθεσαν τους φιλοσόφους μπροστά σε νέες προκλήσεις. Η χεγκελιανή διαλεκτική έγινε αίφνης ο καταλύτης των πλέον ριζοσπαστικών πολιτικών τάσεων, τις οποίες συγκέρασε επισήμως ο Μαρξισμός. Ωστόσο η φιλοσοφία δεν κατάφερε  και πάλι να απαλλαγεί από το ελιτίστικο κέλυφος – ας  σκεφθεί μόνο κανείς πόσοι έχουν διαβάσει και κατανοήσει το Κεφάλαιο του Μαρξ.

Το φιλοσοφικό σύστημα που έμελλε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ φιλοσοφικού στοχασμού και ανθρώπινης συνείδησης προήλθε τελικά από την ευθεία επίθεση ενός ιδιόρρυθμου Δανού στοχαστή, του Κίρκεγκορ, εναντίον του Χέγκελ. Φώτισε με δραματικό τρόπο το ζήτημα της ύπαρξης και ονομάστηκε γι αυτό υπαρξισμός.
Κίρκεγκορ
 
 Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο υπαρξισμός έλκει την καταγωγή του από τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα, ή ακόμα και τον Ιησού Χριστό, και τον Άγιο Αυγουστίνο. Το σίγουρο είναι πως αποτελεί  στάση ζωής που δεν αφορά αποκλειστικά τη φιλοσοφία.  Τώρα πια η εξίσωση της ανθρώπινης ύπαρξης μπορούσε να λυθεί με μεταβλητές, όπως  το είναι και ο χρόνος· ο υπαρξισμός γίνεται μια καθολική γλώσσα που διαπνέει το θέατρο, το μυθιστόρημα, την φυσική και την κοσμολογία.
Καμύ
Η βαθύτερη σχέση φιλοσοφίας και λογοτεχνίας επιβεβαιώνεται σε πολυσχιδείς φυσιογνωμίες όπως ο Καμύ και ο Σαρτρ, ο Ιονέσκο και ο Μπέκετ, ενώ υπαρξιστικές διαστάσεις ανιχνεύονται ακόμα και στις κοσμολογικές  θεωρίες του Αϊνστάιν και των επιγόνων του. Εξέχουσα θέση σε αυτό το πνευματικό ψηφιδωτό κατέχει αναμφίβολα ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς.
Λένε πως ο Σαρτρ ήταν αρτιότερος φιλόσοφος από λογοτέχνης, ενώ ο Καμύ ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στην περίπτωση του Γκομπρόβιτς οι ιδιότητες αυτές (διόλου ασυμβίβαστες) φαίνεται πως συνυπάρχουν σε ισόποσες δόσεις. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν το 1937 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Φερντιντούρκε,  οι κριτικοί έπρεπε να αποκωδικοποιήσουν  το ιδιαίτερο μείγμα αφηγηματικού και δοκιμιακού λόγου, που  χρησιμοποιούσε. Ο ίδιος, ύστερα από σπουδές φιλοσοφίας στο Παρίσι, πάσχιζε ακόμα να ορίσει τον ιδεολογικό του άξονα, διεκδικώντας μια θέση στο πάνθεο του υπαρξισμού. Στην εποχή του, το παράλογο και το γκροτέσκο ήταν έννοιες του συρμού, για τον Γκομπρόβιτς όμως ήταν οι δύο πύλες μέσω των οποίων μπορούσε κανείς να μεταπηδά ελεύθερα από την φιλοσοφία  στο μυθιστόρημα και στο θέατρο, και τανάπαλιν. Ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος που συνδύασε φιλοσοφικό λόγο με αγοραία γλώσσα του δρόμου, διαμορφώνοντας ένα ύφος ρεαλιστικό και ταυτόχρονα αλληγορικό.   Λογοτέχνης υψηλών προδιαγραφών, έχει να επιδείξει ταυτόχρονα μια σπάνια εποπτεία του  φιλοσοφικού σύμπαντος.
Β. Γκομπρόβιτς
Ο συγγραφέας του Υπέρ-Ατλαντικού, και της Πορνογραφίας  σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγει την αυτοκτονία, ενώ αργοπεθαίνει από βασανιστική ασθένεια των πνευμόνων, αναλαμβάνει να μεταλαμπαδεύσει σε έξι ώρες και ένα τέταρτο, τον πνευματικό του οίστρο στους δυο ανθρώπους που υπήρξαν στήριγμά του τους τελευταίους μήνες της ζωής του: τη σύζυγό  του Μαρί-Ρίτα Λαμπρός και τον βοηθό του Ντομινίκ ντε Ρου.
«Τα μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο» δεν έχουν απλώς ανακεφαλαιωτικό χαρακτήρα. Στόχος του Γκομπρόβιτς είναι να σκιαγραφήσει ένα είδος «γενεαλογίας του υπαρξισμού». Για την κατανόηση της υπαρξιστικής φιλοσοφίας ο μεγάλος Πολωνός συστήνει, ήδη σε μια σελίδα του Ημερολογίου του, ένα φιλοσοφικό Κανόνα: «… για τον Μαρξ, όπως και για τον Κίρκεγκορ, έχει κανείς ανάγκη τον Χέγκελ. Και δεν μπαίνει κανείς στον Χέγκελ, χωρίς να γνωρίζει την Κριτική του Καθαρού Λόγου. Η οποία με τη σειρά της, έλκει την καταγωγή της εν μέρει από τον Χιουμ και από τον Μπέρκλεϋ. Πηγαίνοντας ακόμα μακρύτερα, θα ήταν απαραίτητο να διαβάσουμε τουλάχιστον Αριστοτέλη και λίγο από τον Πλάτωνα, χωρίς να ξεχνάμε τον Ντεκάρτ, πατέρα της σύγχρονης σκέψης…»
Ντεκάρτ
 
Στα «μαθήματα φιλοσοφίας» αποκαλύπτει τον κοινό ιδεολογικό κορμό που τρέφει τα κυριότερα φιλοσοφικά συστήματα της σύγχρονης σκέψης. Ο ορθολογισμός του Ντεκάρτ οδηγεί στο μεγάλο επίτευγμα, την  Κριτική του καθαρού Λόγου, του Καντ. Με τον Σοπενχάουερ η φιλοσοφία περισσότερο συναισθάνεται παρά διανοείται. Ο ορθολογισμός ανακαλύπτεται εκ νέου από τον Χέγκελ, ένας  μεγάλος θαυμαστής του οποίου, ο Δανός πάστορας Σαίρεν Κίρκεγκορ,  θα στραφεί ξαφνικά εναντίον του και θα ανοίξει το δρόμο στο τελευταίο μεγάλο μεταφυσικό σύστημα. Ο υπαρξισμός προβάλλεται ως φιλοσοφία του συγκεκριμένου. Το πρώτο υπαρξιστικό σύστημα ωστόσο δεν θα δημιουργηθεί παρά μόνο από τον Χάιντεγκερ, ο οποίος θα εκμεταλλευθεί για το σκοπό αυτό τη φαινομενολογία του Χούσσερλ. Ο Χάιντεγκερ και ο Σαρτρ αναδεικνύονται σε ευαγγελιστές του υπαρξισμού και ως νέα ευαγγέλια της φιλοσοφίας προβάλλονται το Είναι και Χρόνος καθώς και Το Είναι και Το Μηδέν.
Σαρτρ
 
Αυτή την συναρπαστική πορεία της ανθρώπινης σκέψης, από τον Ντεκάρτ μέχρι τον Νίτσε, καλείται να ακολουθήσει ο αναγνώστης μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο» σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, από τις εκδόσεις Πατάκη. Με μοναδική «μαύρη τρύπα» την αυθαίρετη αποκαθήλωση του Μαρξισμού και των συναφών ιδεολογιών –ο συγγραφέας δείχνει εμφανώς επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής του–  ο μεγάλος Πολωνός φιλοτεχνεί το πορτρέτο της φιλοσοφίας με αδρές γραμμές γεμάτες σαφήνεια και ένταση.
Το μετάφρασμα της Κατερίνας Σχινά επιτυγχάνει το αυτονόητο: τηρεί επακριβώς το απλουστευτικό σχήμα της γλώσσας του Γκομπρόβιτς, ο οποίος στους αυτόκλητους μαθητές του –τη σύζυγό του και τον συνεργάτη του–, βλέπει κάθε αναγνώστη πρόθυμο να εγκολπωθεί την πεμπτουσία της σκέψης των μεγάλων σοφών. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους, γιατί, εκτός των άλλων, αποδεικνύει περίτρανα πως ο υπαρξισμός έχει ερείσματα στις πλατιές μάζες και αποτελεί με αυτό τον τρόπο ένα είδος «λαϊκής φιλοσοφίας».